κραιπαλόβοσκος

κραιπαλόβοσκος
κραιπαλόβοσκος, -ον (Α)
φρ. «κραιπαλόβοσκος δίψα» — η δίψα που δημιουργείται σε όσους πίνουν πολύ κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπάλη + -βοσκος (< βοσκός) με τη σπάνια σημ. «αυτός που τρέφεται από» (πρβλ. λωτο-βοσκός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κραιπάλη — η (AM κραιπάλη) υπερβολική μέθη («μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλη καὶ μέθη καὶ μερίμναις βιοτικαῑς», ΚΔ) νεοελλ. 1. ακόλαστη ζωή 2. αλόγιστη σπατάλη αρχ. 1. κρασοκατάνυξη 2. πονοκέφαλος που οφείλεται σε υπερβολική οινοποσία («ὁκόσοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”